πτηνοτροφικός

πτηνοτροφικός
η , ό[ν] птицеводческий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πτηνοτροφικός" в других словарях:

  • πτηνοτροφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πτηνοτροφία: Πτηνοτροφικός συνεταιρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτηνοτροφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτηνοτροφία («πτηνοτροφική εγκατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθοτροφία, πτηνοτροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»